καλοβλέπω — καλοβλέπω, καλοείδα και καλόειδα βλ. πίν. 110 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλοβλέπω — 1. βλέπω καλά, έχω οξεία όραση 2. εξετάζω κάτι με σύνεση και προσοχή 3. βλέπω κάτι με ερωτική διάθεση 4. βλέπω ευνοϊκά κάτι … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοκοιτάζω — και καλοκοιτάω και καλοκοιτώ καλοκοίταξα, καλοκοιτάχτηκα, καλοκοιταγμένος 1. παρατηρώ κάτι καλά: Τον καλοκοίταξε τον άρρωστο και δεν του βρήκε τίποτα. 2. καλοβλέπω, γλυκοκοιτάζω: Την καλοκοιτάζει την κόρη σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)