καλοβλέπω

καλοβλέπω
καλοείδα και καλόειδα
1. βλέπω καλά: Τώρα στα γεράματα δεν καλοβλέπω κιόλας.
2. βλέπω κάτι με καλό μάτι: Δε με καλοβλέπει η πεθερά μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοβλέπω — καλοβλέπω, καλοείδα και καλόειδα βλ. πίν. 110 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοβλέπω — 1. βλέπω καλά, έχω οξεία όραση 2. εξετάζω κάτι με σύνεση και προσοχή 3. βλέπω κάτι με ερωτική διάθεση 4. βλέπω ευνοϊκά κάτι …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοκοιτάζω — και καλοκοιτάω και καλοκοιτώ καλοκοίταξα, καλοκοιτάχτηκα, καλοκοιταγμένος 1. παρατηρώ κάτι καλά: Τον καλοκοίταξε τον άρρωστο και δεν του βρήκε τίποτα. 2. καλοβλέπω, γλυκοκοιτάζω: Την καλοκοιτάζει την κόρη σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”